- μονοποδία
- μονοποδία, ἡ (ΑΜ)(μετρ.) η μέτρηση, διαίρεση και εκφώνηση τού στίχου κατά έναν μετρικό πόδα («μετροῡντας κατὰ μονοποδίαν», Τζέτζ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -ποδία (< πούς, ποδός), πρβλ. δι-ποδία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονοποδίαν — μονοποδίᾱν , μονοποδία measurement by single feet fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοποδιαίος — μονοποδιαῑος, αία, ον (Μ) [μονοποδία] (μετρ.) αυτός που αποτελείται από έναν μετρικό πόδα («τὰ μέτρα τὰ δισύλλαβα τὰ μονοποδιαῑα», Τζέτζ.). επίρρ... μονοποδιαίως (Α) κατά μονοποδία, κατά έναν μετρικό πόδα … Dictionary of Greek
Стих — Содержание 1 Стих в античном стихосложении 1.1 Стихи с двустопным метром … Википедия
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek